λαξευτάς — λαξευτά̱ς , λαξευτής stone hewer masc acc pl λαξευτά̱ς , λαξευτής stone hewer masc nom sg (epic doric aeolic) λαξευτά̱ς , λαξευτός hewn out of the rock fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
αμπεβίλιος πολιτισμός — (abbevillian). Πολιτισμός της κατώτερης παλαιολιθικής περιόδου, που χαρακτηρίζεται κυρίως από τα αμυγδαλοειδούς σχήματος χονδροειδή λαξευτά εργαλεία. Ονομάστηκε έτσι από τη γαλλική πόλη Αμπεβίλ, γιατί στην ευρύτερη περιοχή της ο μελετητής της… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
κατακόμβες — Υπόγεια κοιμητήρια, χριστιανικά κατά κανόνα, τα οποία αποτελούνται από στοές, όπου θάβονταν οι νεκροί μέσα σε λαξευτούς τάφους. Η ονομασία τους προέρχεται από την έκφραση adcatacumbas, που δήλωνε την περιοχή του ναού του Αγίου Σεβαστιανού και του … Dictionary of Greek
λαξευτός — ή, ό σκαλιστός, γλυπτός: Τα λαξευτά κτίρια της Πέτρας είναι ξακουστά σ’ όλο τον κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)