λαξευτά

λαξευτά
λαξευτά̱ , λαξευτής
stone-hewer
masc nom/voc/acc dual
λαξευτής
stone-hewer
masc voc sg
λαξευτής
stone-hewer
masc nom sg (epic)
λαξευτός
hewn out of the rock
neut nom/voc/acc pl
λαξευτά̱ , λαξευτός
hewn out of the rock
fem nom/voc/acc dual
λαξευτά̱ , λαξευτός
hewn out of the rock
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαξευτάς — λαξευτά̱ς , λαξευτής stone hewer masc acc pl λαξευτά̱ς , λαξευτής stone hewer masc nom sg (epic doric aeolic) λαξευτά̱ς , λαξευτός hewn out of the rock fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • αμπεβίλιος πολιτισμός — (abbevillian). Πολιτισμός της κατώτερης παλαιολιθικής περιόδου, που χαρακτηρίζεται κυρίως από τα αμυγδαλοειδούς σχήματος χονδροειδή λαξευτά εργαλεία. Ονομάστηκε έτσι από τη γαλλική πόλη Αμπεβίλ, γιατί στην ευρύτερη περιοχή της ο μελετητής της… …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • κατακόμβες — Υπόγεια κοιμητήρια, χριστιανικά κατά κανόνα, τα οποία αποτελούνται από στοές, όπου θάβονταν οι νεκροί μέσα σε λαξευτούς τάφους. Η ονομασία τους προέρχεται από την έκφραση adcatacumbas, που δήλωνε την περιοχή του ναού του Αγίου Σεβαστιανού και του …   Dictionary of Greek

  • λαξευτός — ή, ό σκαλιστός, γλυπτός: Τα λαξευτά κτίρια της Πέτρας είναι ξακουστά σ’ όλο τον κόσμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”